top of page

Μια Άγνωστη Ιστορία Για Τον Γεώργιο Παπαβερκίου

Για όσους γράφουν την ιστορία του αγώνα της ΕΟΚΑ και τους υπόλοιπους ρομαντικούς σαν και του λόγου μου, που θέλουν να ακούσουν, θα σας πω την ιστορία πως φυγαδεύτηκε από το Κτήμα ο Γιώρκος ( έτσι τον φώναζαν οι φίλοι του τον Γεώργιο Παπαβερκίου). Την ιστορία την έχω ακούσει από τον πατέρα μου, Κώστα Σιβιτανίδη.

Μια μικρή παρένθεση για τους νεότερους. Ο Παπαβερκίου γεννήθηκε στο χωριό Αρόδες, της επαρχίας Πάφου, στις 30 Ιουνίου 1938. Έπεσε μαχόμενος εναντίον των Άγγλων, μαζί με τον Τάκη Σοφοκλέους, στις 7 Φεβρουαρίου,1957. Ανατίναξαν με νάρκη στρατιωτικό όχημα αυτοκινητοπομπής και ακολούθως άνοιξαν πυρ εναντίον των στρατιωτών, σκοτώνοντας πέντε και τραυματίζοντας επτά, στην τοποθεσία "Αμπελάκια", μεταξύ των χωριών Προδρομίου και Ανδρολίκου.

Τον τότε καιρό ήταν σύνηθες οι μαθητές από τα χωριά να ενοικιάζουν «καμαρούδες» στο Κτήμα για να μπορούν να πηγαίνουν γυμνάσιο. Ο Γιώρκος όμως έμενε με την αδελφή του, η οποία ήταν παντρεμένη στο Κτήμα, της οποίας το σπίτι ήταν λίγο ποιο κάτω από την μακαρίτισσα την γιαγιά μου την Ελένη Σιβιτανίδου, κόρη του Κωστή του Σιερεπεκλή. Απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς ήταν το σπίτι του θείου του Σάββα Σιβιτανίδη, αστυνομικός στο επάγγελμα, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα μου ο όποιος ήταν τότε νιόπαντρος. Ο πατέρας μου έμενε απέναντι με την γιαγιά. Ο Παπαβερκίου όταν έμαθε ότι τον καταζητούσαν οι Εγγλέζοι κρυβόταν στο σπίτι του θείου του Σαββή.

Κατά σύμπτωση, ένα τετράγωνο ποιο κάτω στο σπίτι της άλλης μου γιαγιάς, της Κασσάνδρας Ηλιάδου, κρυβόταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ο θείος Μιχαλάκης Ηλιάδης , γνωστός ως «Σιαϊλής», αναμεμιγμένος και αυτός στο αγώνα, έκρυβε συχνά αντάρτες που καταζητούνταν. Όταν έπεφτε σήμα ότι έκαναν ελέγχους οι Εγγλέζοι ο Ευαγόρας έπιανε την σωλήνα του λάκκου του νερού και κατέβαινε κάτω να κρυφτεί. Όταν δε ήθελε να δει τους δικούς του, έστελναν την μητέρα μου Κούλα και την θεία μου Στέλλα, που ήταν μικρές τότε 10-12 χρονών και δεν κινούσαν υποψίες, να πουν της κυρίας Μαρούλας, της μάνας του Ευαγόρα, να πάει για καφέ στην γιαγιά την Κασσάνδρα. Ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Γιαννής Ηλία, είχε δει το «Λαντ-ρόβερ» των Εγγλέζων με τους κουκουλοφόρους και ειδοποίησε τον Μιχαλάκη να τον φύγει.

Ο πατέρας μου, ο Κωστάκης, (έτσι τον φώναζαν οι φίλοι του), τότε ήταν πλασιέ της ΚΕΟ και περιόδευε όλη την επαρχία Πάφου. Με τον μακαρίτη τον Γιώρκο ήταν φίλοι. Ο πατέρας μου, καθώς και η θεία μου η Σταυρούλα Σιβιτανίδου και ακόμα δύο ξαδέλφια τους, ο Μίκης και ο Μίτσιος Τεμπριότης (το σπίτι τους ήταν κολλητό με του θείου του Σαββή, οπού και αυτοί συχνά έκρυβαν αντάρτες), ήταν όλοι τους αναμεμιγμένοι στον αγώνα.

Ένα βράδυ του έστειλε μήνυμα του Κωστάκη ο Σαββής να πάει από το σπίτι του γιατί τον ήθελε. Όταν πήγε του είπε πως έπρεπε να τον φυγαδέψει τον Γιώρκο και του είπαν να τον πάρει στο Πολέμι εκεί που ξέρει. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που φυγάδεψε στο βουνό ο Κωστάκης. Γενικά , διακινούσε ότι που έβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο . Από φυλλάδια, μέχρι αντάρτες και πολεμοφόδια. « Πρέπει να είχαμε Άγιο..» λέει. « Όσες φορές κουβαλούσαμε κόσμο, ποτέ δεν μας σταμάτησαν οι Εγγλέζοι.» Τους σταματούσαν συχνά-πυκνά για έλεγχο αλλά φρόντιζαν πάντα να έχουν καλές σχέσεις μαζί τους , κερνώντας τους μπύρα και κονιάκι, γλιτώνοντας έτσι τους συχνούς ελέγχους.

Στο αυτοκίνητο της ΚΕΟ μαζί με τον Κωστάκη ήταν ο Αλεξανδρής ο «Σιοφέρης» και ο Ηλίας ο «Σιαπέτας». Πρωί-πρωί , προφασιζόμενος ότι είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι ζήτησε από τον Αλεξανδρή να σταματήσει στην κυρία Ελένη, την γιαγιά, αλλά να μην κατεβούν. Φυσικά, ήξεραν τι γινόταν, γνωστή η άσκηση, απλός δεν ήξεραν ποιόν και τι θα μετέφεραν. Έβαλαν πισινή, στο στενό, άνοιξε τις πίσω πόρτες, εκεί που ήταν τα εμπορεύματα. Μπήκε μέσα ο Γιώρκος και ο Κωστάκης έκτισε γύρο του ένα τοίχο από κασόνια μπύρες και κονιάκι. Διαρρύθμισε τον χώρο έτσι ώστε εάν χρειαστεί να μπορούσε να ξαπλώσει εντελώς επίπεδα. Με αυτό τον τρόπο έπρεπε να ξεφορτωθούν 4-5 σειρές κασόνια , από πάνω μέχρι κάτω, για να τον βρουν. Ήταν συνενωμένοι να μην βγάλει άχνα μέχρι να του μιλήσει πρώτος ο Κωστάκης.

Στον δρόμο προς το Πολέμι, σε μια στροφή, εκεί που βρίσκεται σήμερα το εργοστάσιο του ΣΟΔΑΠ, καμιά 350-ργια μέτρα πριν, προφασιζόμενος ότι κατουρήθηκε τους είπε να σταματήσουν. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν όλο αμπέλια. Σταμάτησε και έκανε πώς κατουρούσε για να δικαιολογήσει την στάση και για να βεβαιωθεί ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο. Στην συνέχεια πήγε και έκοψε σταφύλι και στην συνέχεια άνοιξε τις πίσω πόρτες του αυτοκινήτου, τάχατες να φυλάξει το σταφύλι. Παραμέρισε τα κασόνια και είπε του Γιώρκου να βγει. Ο Γιώρκος βγήκε από το αυτοκίνητο έρποντας, πέρασε κάτω από τα πόδια του Κωστάκη και μετά πάλι έρποντας μέσα στο αμπέλι.

Η τελευταία κουβέντα του ήταν « …για σου Κωστάκη μου, ευκαριστώ σου...» και χάθηκε. Δεν τον ξαναείδε.

Join our mailing list

Never miss an update

bottom of page