top of page

Μαρτυρίες, αμαρτίες και τραγικές αλήθειες, 1974

Επιμνημόσυνος λόγος Γιώργου Πενηνταέξ

στο εθνικό μνημόσυνο

του ήρωα Κωνσταντή Στυλιανού

Κυριακή, 12 Αυγούστου 2018

Αργάκα, Πάφος

Κωνσταντή Στυλιανός. Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1952. Φοίτησε στην Τεχνική Σχολή Πόλης Χρυσοχούς και απέκτησε την ειδικότητα του συγκολλητή. Στη συνέχεια φοίτησε στην Τεχνική Σχολή Λεμεσού και απέκτησε γνώσεις βοηθού μηχανολόγου.

Κατετάγη στην Εθνική Φρουρά τον Ιούλιο του 1972 με τη σειρά κατάταξης 52 Β’. Θα απολυόταν στις 20 Ιουλίου 1974. Όμως τα τραγικά γεγονότα και το δίδυμο έγκλημα κατά της Κύπρου τον πρόλαβαν.

Το πρωινό της Δευτέρας, 15 Ιουλίου 1974, μάταια περιμέναμε στο 281 Τάγμα Πεζικού, στη σημερινή κατεχόμενη Μύρτου, όπου υπηρετούσε και ο Στέλιος, την έναρξη της πρωινής εκπαίδευσης στο παρακείμενο δάσος. Υπήρχε λόγος, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Οι αξιωματικοί μαζεμένοι σε ένα χώρο, γύρω από ένα ραδιοφωνάκι. Το πολυπόθητο για αυτούς μήνυμα έφθασε μέσα από τα ερτζιανά κύματα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Και πετάχτηκαν από χαρά και ζητωκραυγές: Στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Μακάριος είναι νεκρός...

Το ΡΙΚ υπό κατάληψη από τους πραξικοπηματίες. Μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια και ανακοινώσεις του παράνομου καθεστώτος.

Αμέσως γίνεται συγκέντρωση όλου του Τάγματος και με παρέλαση και συνθήματα επιστρέφουμε στο στρατόπεδο. Τα μεγάφωνα του στρατοπέδου συγχρονίζονται με το ΡΙΚ, για να ακούμε συνεχώς ότι ο Μακάριος είναι νεκρός... Γίνεται αναφορά, ανοίγουν οι αποθήκες και διανέμονται πυρομαχικά στους στρατιώτες. Υπάρχουν μαρτυρίες για απομόνωση στρατιωτών και απειλές για εκτέλεση σε τυχόν παραβίαση ή ανυπακοή διαταγών. Μαρτυρία στρατιώτη αναφέρει ότι αξιωματικός τον απείλησε με το προσωπικό του πιστόλι.

Το στρατόπεδο κατακλύζεται από τα φορτηγά της διπλανής 183 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού. Διαταγή για επιβίβαση και κατεύθυνση προς Λευκωσία. Καθ’ οδόν το 281 Τάγμα Πεζικού ενισχύεται και με άνδρες του 231 Τάγματος Πεζικού που έδρευε στο κατεχόμενο σήμερα χωριό Άγιος Βασίλειος. Στο ύψος του Γερολάκκου στήνεται μάχη με άνδρες που υπερασπίζονταν τον αστυνομικό σταθμό Γερολάκκου. Από την ανταλλαγή των πυρών σκοτώνεται ένας στρατιώτης του 231. Συλλαμβάνονται δύο πολίτες που υπερασπίζονταν τον αστυνομικό σταθμό και ο ένας δέχθηκε μια δυνατή κοντακιά και έπεσε στο έδαφος. Η κατάληψη του αστυνομικού σταθμού ήταν γεγονός. Αξιωματικός πυροβολούσε μετά μανίας πάνω στη φωτογραφία του Μακάριου εντός του αστυνομικού σταθμού.

Το 281 ανασυγκροτήθηκε και επιβιβάστηκε εκ νέου στα φορτηγά με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Περάσαμε έξω από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, όπου έγινε έλεγχος, από το Μετόχι του Κύκκου που ήταν κτυπημένο, από διάφορα μπλόκα με τανκς και άλλα στρατιωτικά οχήματα σε κύριες οδικές αρτηρίες και κτήρια. Στρατοπεδεύσαμε τελικά το απόγευμα στο δασύλλιο του ξενοδοχείου Χίλτον.

Μια διμοιρία διατάζεται να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό. Κατευθύνεται στο Αρχηγείο του ΓΕΕΦ, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι δεκάδες έφεδροι αξιωματικοί που είχαν επιστρατευθεί για επικράτηση του πραξικοπήματος.

Ένα φορτηγό καταφθάνει στον προαύλιο χώρο του ΓΕΕΦ. Ανοίγει η πισινή πόρτα και σπρώχνεται στην άσφαλτο όπου πέφτει με γδούπο ένας συλληφθείς από τους πραξικοπηματίες. Ήταν δεμένα τα χέρια του πίσω μαζί με τους αστραγάλους του. Δύο άνδρες τον έσυραν στην άσφαλτο και αυτός σφάδαζε από τους πόνους, μέχρι που εισήλθαν στο κτήριο του ΓΕΕΦ.

Η διμοιρία με το φορτηγό συνόδευσε, στη συνέχεια ως ασφάλεια, ένα όχημα τύπου λαντρόβερ του στρατού με κάποιους υψηλόβαθμους αξιωματικούς, στα κεντρικά τότε γραφεία της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, στην Πύλη Πάφου και επέστρεψε στο δασύλλιο του Χίλτον, όπου ενώθηκε με το υπόλοιπο τάγμα.

Το επόμενο ξημέρωμα, Τρίτη, 16 Ιουλίου 1974, το Τάγμα, ενισχυμένο και με άλλους στρατιωτικούς σχηματισμούς διαφόρων όπλων, διατάχθηκε να κυνηγήσει τον Μακάριο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, εφόσον μέχρι εκείνη την ώρα αυτό που γνωρίζαμε ήταν ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός από την προηγούμενη ημέρα. Ο Μακάριος βρισκόταν ήδη στο Μοναστήρι του Κύκκου. Η επαρχία Πάφου αντιστεκόταν στο πραξικόπημα.

Όταν η στρατιωτική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή Πεδουλά, για ανεξήγητους για εμάς λόγους τα φορτηγά σε κάποιο σημείο έκαναν επαναστροφή. Αργότερα μάθαμε ότι ο λόγος της επαναστροφής ήταν γιατί το τότε ξυλογέφυρο στην περιοχή είχε ανατιναχθεί από άνδρες του εφεδρικού σώματος που είχε δημιουργήσει ο Μακάριος, με προφανή στόχο να ανακοπεί η στρατιωτική φάλαγγα.

Χρόνια μετά, ο Λοχαγός του Εφεδρικού Σώματος μετέπειτα βουλευτής και Υπουργός Άμυνας, μακαριστός Κώστας Παπακώστας, δήλωνε σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι το αρχικό σχέδιο ήταν να ανατινάξουν το ξυλογέφυρο όταν η φάλαγγα του στρατού θα περνούσε κατά το ήμισυ, για να κοπεί στα δύο και να αποδυναμωθεί. Ταυτοχρόνως, άνδρες του Εφεδρικού και πολίτες αντιστασιακοί που πήραν θέσεις βολής στα γύρω υψώματα είχαν εντολή να αρχίσουν πυρ εναντίον των υπολοίπων στρατιωτών που δεν θα έπεφταν στη χαράδρα. Αντιλαμβάνεστε τι μακελειό θα ακολουθούσε.

Κατά τον Κώστα Παπακώστα, μία γυναίκα από τον Πεδουλά του τηλεφώνησε στο Μοναστήρι του Κύκκου από το δασικό τηλέφωνο που οι πραξικοπηματίες δεν σκέφθηκαν να απενεργοποιήσουν, και του ανέφερε ότι μία μεγάλη στρατιωτική φάλαγγα κατευθύνεται προς το Μοναστήρι του Κύκκου. Της ζήτησε περιγραφή των ανδρών που βρίσκονταν στα φορτηγά. Συγκεκριμένα τη ρώτησε αν στα φορτηγά ήταν νεαροί, ξυρισμένοι στρατιώτες, με στρατιωτικές στολές, περιγραφή που παρέπεμπε σε κληρωτούς στρατιώτες ή άνδρες με γένια διαφόρων ηλικιών, περιγραφή που παρέπεμπε σε άνδρες της ΕΟΚΑ Β’. Η γυναίκα του επιβεβαίωσε την πρώτη περιγραφή.

Τότε ο Κώστας Πακακώστας, αντιλαμβανόμενος τι θα συνέβαινε εκεί στο ξυλογέφυρο, κάλεσε στον ασύρματο τον επικεφαλής της ομάδας κρούσης και του έδωσε νέα διαταγή, να ανατινάξει το ξυλογέφυρο προτού φθάσει η φάλαγγα εκεί.

Ποιοι τελικά θα σκοτώνονταν στο ξυλογέφυρο; Τα αθώα παιδιά του κόσμου που ήταν σε διατεταγμένη αποστολή.

Οι πάντες γνώριζαν ότι το 281 Τάγμα Πεζικού, στη συντριπτική του πλειοψηφία αποτελείτο από εθνοφρουρούς από οικογένειες αριστερών, σοσιαλιστών και γενικά μακαριακών οικογενειών. Το πολιτικό φακέλωμα ήταν τότε στο απόγειό του.

Ποιους θα σκότωναν οι άνδρες του Εφεδρικού και οι αντιστασιακοί; Τα αδέλφια τους ή τα εξαδέλφια τους;

Σκόπιμη η απόφαση του ΓΕΕΦ να στείλει το 281 ΤΠ να κυνηγήσει τον Μακάριο και να οδεύσει στην Επαρχία Πάφου που αντιστεκόταν στο πραξικόπημα. Δύο τινά μπορούσαν να συμβούν: Αν γίνουν μάχες να σκοτωθούν μεταξύ τους, διαφορετικά το Εφεδρικό και γενικά οι αντιστασιακοί, μπροστά στο δίλημμα αυτό, να παραδοθούν ή να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια αντίστασης.

Και αφού η αποστολή για να κυνηγήσουμε τον Μακάριο στον Κύκκο απέτυχε, τα σχέδια άλλαξαν. Η φάλαγγα ακολούθησε το δρομολόγιο Πρόδρομος – Τροοδίτισσα – Κάτω Πλάτρες – Όμοδος – Δωρά – Μούσερε – Κούκλια – Γεροσκήποου.

Στο Όμοδος η φάλαγγα έκανε σύντομο σταθμό κατά το μεσημέρι για ανεφοδιασμό, κυρίως για νερό. Εκεί ακούγεται η δυνατή φωνή ενός εξαγριωμένου κάτοικου του χωριού:

“Πηέννετε στην Πάφο τζαι ο Μούσκος ζιει. Μιλά που το ράδιο...”.

Ήταν η πρώτη στιγμή, από το πρωί της Δευτέρας, που ακούσαμε ότι ο Μακάριος ήταν ζωντανός.

Φθάνοντας στο ΚΕΝ Γεροσκήπου, όπου διανυκτερεύσαμε την Τρίτη το βράδυ, οι αντιστασιακοί στην πόλη και την επαρχία Πάφου εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Την Τετάρτη και την Πέμπτη το Τάγμα ανέλαβε διάφορες αποστολές, μπλόκα στους δρόμους της Πάφου, αποστολές στην Πόλη Χρυσοχούς και στην Παναγιά, όπου καθ΄ οδόν σκοτώθηκε ένας εθνοφρουρός, από τυχαία εκπυρσοκρότηση, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι, και περισυλλογή όπλων.

Την Τετάρτη το πρωί με τοποθέτησαν σκοπό στο καμπαναριό μίας εκκλησίας στο δρόμο προς την Πόλη, με συγκεκριμένες οδηγίες να παρακολουθώ τυχόν ύποπτες κινήσεις στον τουρκομαχαλλά της Πάφου. Γιατί άραγε;

Κάποιος βαθμοφόρος έλεγξε την κάννη του οπλοπολυβόλου Μπρεν που κατείχα, για να διαπιστώσει κατά πόσο έκανα χρήση του όπλου μου με τον εντοπισμό υπολειμμάτων πυρίτιδας. Η κάννη ήταν πεντακάθαρη. Και η αναμενόμενη ερώτηση σε έντονο ύφος: Δεν πυροβόλησες πουθενά; Ερώτηση που παρέπεμπε στο ότι εγώ δεν ακολούθησα τις διαταγές. Άρα; Και η απάντηση: Δεν χρειάστηκε. Να τις σπαταλήσω στα βουνά και στα δένδρα;

Το μεσημέρι της Παρασκευής, 19 Ιουλίου 1974, το Τάγμα διατάσσεται να αναχωρήσει από την Πάφο με κατεύθυνση τη Λευκωσία, όπου και στρατοπέδευσε στο 241 ΤΠ, στο δάσος της Αθαλάσσας. Ο 1ος Λόχος πήρε διαταγή να μεταβεί στο Μπογάζι, για να αποκρούσει πιθανή απόβαση τουρκικών στρατευμάτων.

Οι υπόλοιποι Λόχοι, μεταξύ των οποίων και ο 3ος Λόχος που υπηρετούσε ο Στέλιος και εγώ, κατευθύνθηκαν ενωρίς το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 προς τα παράλια της Κερύνειας.

Εδώ είναι το δεύτερο σκέλος της προδοσίας. Αντί το 281 Τάγμα Πεζικού να βρίσκεται στη διατεταγμένη αποστολή του που ήταν να επανδρώσει τα πολυβολεία της ακτής, από τα Λιβερά μέχρι τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας και να αποκρούσει την τουρκική εισβολή, ύπνωττε κυριολεκτικά, για πρώτη φορά από την έναρξη του πραξικοπήματος στο δάσος της Αθαλάσσας…

Και εδώ τα μεγάλα ερωτήματα βοούν: Γιατί το 281 Τάγμα Πεζικού από τη Μύρτου να βρεθεί στην άλλη άκρη της Κύπρου, στην Πάφο, για το πραξικόπημα; Δεν υπήρχαν άλλα τάγματα ενδιάμεσα που δεν είχαν αποστολή της ακτές της Κερύνειας; Δεν υπήρχαν άλλα τάγματα από τη Μύρτου μέχρι την Αμμόχωστο, για να ενισχύσουν την εκεί περιοχή και θα έπρεπε να αποσταλεί ο 1ος Λόχος, με αποτέλεσμα η δύναμη του τάγματος, ένα από τα πλέον αξιόμαχα και ετοιμοπόλεμα τάγματα της Κύπρου, να μειωθεί στο ένα τρίτο;

Και εφόσον υπήρχαν πληροφορίες για τουρκική απόβαση -και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός που μας έβαλαν οι αξιωματικοί να κάνουμε καμουφλάζ με πυλό στα κράνη μας, γιατί το Τάγμα δεν έφυγε από την Αθαλάσσα το βράδυ της Παρασκευής και υπό το σκότος να πάρει θέσεις μάχης στην ακτή της Κερύνειας;

Γιατί τα φορτηγά που μας μετέφεραν ολόκληρη εβδομάδα του πραξικοπήματος και ανήκαν στην 183 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, μας εγκατέλειψαν το βράδυ της Παρασκευής στην Αθαλάσσα και επέστρεψαν άδεια στο στρατόπεδο της Μοίρας, που την χώριζε ένα τέλι από το 281; Και θα έπρεπε να περιμένουμε άλλα φορτηγά από το ΣΕΜ, που έφθασαν με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα το Τάγμα να αναχωρήσει το επόμενο πρωί, δηλαδή το Σάββατο της εισβολής, και να είναι εκτεθειμένο στο φως της ημέρας;

Πολλά και αμείλικτα και αυτά τα ερωτήματα που δεν έχουν δοθεί ποτέ απαντήσεις και εξηγήσεις και ποτέ δεν κατηγορήθηκε και ποτέ δεν καταδικάστηκε κάποιος για αυτές τις εγκληματικές παραλείψεις.

Μήπως έπρεπε οι Τούρκοι να ανέβουν ελεύθεροι, χωρίς καμία αντίσταση, πράγμα που έγινε; Ήταν και αυτό μέρος του επαίσχυντου σχεδίου για κατάληψη της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό και να χαθούν τόσα παλληκάρια άδικα για το άλλοθι κάποιων ανεγκέφαλων προδοτών;

Ο Κύπριος Ποιητής Κώστας Μόντης έγραψε:

«Είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας…».

Και βέβαια δεν είναι η θάλασσα της Κερύνειας που μας τους έφερε…

Το πρώτο ολοκαύτωμα επεσυνέβη στο ύψος του χωριού Κοντεμένος. Μπροστά το 281 Τάγμα Πεζικού και πίσω η μηχανοκίνητη μονάδα του 286. Στον Πενταδάκτυλο εμφανείς οι διάφορες εστίες φωτιάς από του βομβαρδισμούς.

Ένα σμήνος από 13 μεταγωγικά αεροπλάνα της τουρκικής αεροπορίας C47 Dakota -τα μέτρησα ένα προς ένα- πετώντας σε χαμηλό ύψος, διασταυρώνει τη φάλαγγα μας και ένα πλήθος από Τούρκους αλεξιπτωτιστές γεμίζει τον ουρανό με κατεύθυνση προς το Κιόνενλι. Καμία διαταγή για αποβίβαση, καμία διαταγή για έναρξη μαζικών πυρών κατά των αλεξιπτωτιστών που κατέβαιναν ανενόχλητοι. Εάν διατάζονταν οι εκατοντάδες στρατιώτες με την ισχύ των όπλων και τη δύναμη πυρός που διέθεταν, πυροβολούσαν τους αλεξιπτωτιστές προτού προσγειωθούν στη γη, η ροή του πολέμου ίσως να ήταν διαφορετική. Αυτά τα κατέγραψα σε κατάθεσή μου, όταν κλήθηκα από την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου.

Αντ΄ αυτού δόθηκε διαταγή στον οδηγό του πρώτου οχήματος, που και εγώ ήμουν σε αυτό, για συνέχιση της πορείας. Του πρώτου φορτηγού προπορευόταν το όχημα με το Διοικητή του Τάγματος και αίφνης το βλέπω να στρίβει στους αγρούς, για να αποφύγει την επίθεση των πολεμικών αεροσκαφών της Τουρκίας που συνόδευαν τα μεταγωγικά με τους αλεξιπτωτιστές.

Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα τουρκικά αεροπλάνα να ρίχνουν ρουκέτες και βόμβες κατά της στρατιωτικής φάλαγγας. Το δικό μου φορτηγό δέχεται τα πρώτα πυρά και καταστρέφεται. Όσοι στρατιώτες τα κατάφεραν, πήδηξαν από τα φορτηγά και σκορπίστηκαν στους παρακείμενους αγρούς όπου δεν υπήρχε οποιαδήποτε φυσική κάλυψη επί του εδάφους. Για αρκετή ώρα η τουρκική αεροπορία ξερνούσε θάνατο, χωρίς να μπορούμε να ανταποδώσουμε τα πυρά.

Καμένα φορτηγά, καμένη γη, νεκροί, τραυματίες και ένα διαλυμένο Τάγμα, συνέθεταν το πρώτο σκηνικό του πολέμου για το 281 Τάγμα Πεζικού. Καμία, ή περιορισμένη σε μερικές εξαιρέσεις, μέριμνα για τους νεκρούς και τους τραυματίες. Το έργο αυτό ανέλαβαν οι κάτοικοι των χωριών Κοντεμένος και Ασώματος. Θα χρειαστεί ολόκληρος τόμος για να καταγράψει όλα όσα συνέβησαν εκεί και τις μαρτυρίες όσων επιζήσαμε.

Όταν σταμάτησε ο βομβαρδισμός δόθηκε διαταγή για συγκέντρωση και όσοι στρατιώτες και αξιωματικοί μαζευτήκαμε, ξεκινήσαμε φάλαγγα κατ’ άνδρα και στις δύο πλευρές του δρόμου πήγαμε πεζή στη Μύρτου και από εκεί στα Πάναγρα και στη συνέχεια στην ακτή το απόγευμα του Σαββάτου. Στο ενδιάμεσο υπεστήκαμε επιθέσεις από την τουρκική αεροπορία, η οποία προσπαθούσε να καταστρέψει τα δύο γεφύρια μετά τα Πάναγρα προς την ακτή για να διακόψει τις ενισχύσεις της Εθνικής Φρουράς. Εκεί είδαμε νεκρούς πολίτες με τα οχήματά τους που προσπαθούσαν να διαφύγουν από την εμπόλεμη περιοχή.

Χωρίς νερό και φαγητό όλη την ημέρα κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η θάλασσα της Κερύνειας γεμάτη τουρκικά πλοία. Η αεροπορία να βάλλει συνεχώς. Κατά τις 8 το βράδυ του Σαββάτου καλείται συγκέντρωση του Λόχου μας. Μαζί και ο Στέλιος. Μας εξηγά την αποστολή μας ο Λοχαγός Τσουκνίδας Δημήτριος, από τους Σοφάδες Καρδίτσας και διανέμεται στον κάθε στρατιώτη ένα μικρό κουλούρι και τρεις ελιές. Επιβίβαση σε δύο πολιτικά φορτηγά που είχαν επιστρατευθεί. Κατεύθυνση προς Κερύνεια. Σκοτάδι. Ξαφνικά δεχόμαστε εχθρικά πυρά ενώ ήμασταν μέσα στα φορτηγά. Η τουρκική αεροπορία συνεχίζει το βομβαρδισμό και με το ελάχιστο φως της ημέρας. Μας ακροβολούν με μέτωπο τη θάλασσα και ύστερα με μέτωπο προς την Κερύνεια, όταν οι αξιωματικοί αντιλήφθηκαν την κατεύθυνση των εχθρικών πυρών.

Προσωπικά πήρα θέσης μάχης κάτω από μία λεμονιά. Στα δεξιά μου με τα κορμιά τους να αγγίζουν το δικό μου ο Κωνσταντή Στυλιανός, από την Αργάκα, και ο Τταντίρη Λούκας από την Τύμπου.

Το σκοτάδι διέσχιζαν τώρα οι ομοβροντίες του τουρκικού πολεμικού στόλου, οι κανονιοβολισμοί, οι βολές των όλμων και οι πολυβολισμοί του αποβιβασθέντος τουρκικού στρατού. Και ενώ τα κτυπήματα ήταν ανηλεή, ο υπεύθυνος αξιωματικός του μετώπου, εκτός του 281, διατάζει να μην ριφθεί σφαίρα από πλευράς μας. Και γιατί; Νιώσαμε σαν πρόβατα στη σφαγή. Προδομένοι ακόμη και αυτήν τη στιγμή.

Εν μέσω καταιγιστικών πυρών του εχθρού και εφόσον η διαταγή ήταν να μην ρίχνουμε σφαίρες – και αν έριχνα τι; Κρατούσα δύο φυσιγγιοθήκες και θα έπρεπε με το οπλοπολυβόλο μου τύπου Μπρεν να καλύπτω ολόκληρη ομάδα δέκα ανδρών. Εκ των πραγμάτων αδύνατο.

Και αφού δεν θα πυροβολούσαμε, τοποθέτησα το όπλο μου στην αριστερή ακάλυπτη μεριά μου μπας και με προστατεύσει από κάποια σφαίρα του εχθρού και προύμυτα και τρεις γίναμε ένα με το έδαφος.

Σε κάποια στιγμή προς τις πρώτες ώρες της Κυριακής, 21 Ιουλίου, τραυματίζομε σοβαρά στον αριστερό βραχίονα και με το ξημέρωμα αρχίζει μία οδύσσεια για επιστροφή στα μετόπισθεν. Εκεί χάνω κάθε επαφή με τους δύο συμπολεμιστές μου και το Λόχο μου. Ακολουθεί οπισθοχώρηση και στη συνέχεια μια καταδικασμένη αντεπίθεση. Ο Λοχαγός σκοτώνεται. Νεκροί και τραυματίες και ένα Τάγμα αποδεκατισμένο, για άλλη μια φορά, χωρίς συντονισμό κινήσεων και κυρίως ανεφοδιασμό. Το Τάγμα συνεχώς συρρικνώνεται, αναδιπλώνεται, πολλές φορές ατάκτως, προς τα πίσω.

Σύμφωνα με καταγραμμένη μαρτυρία του Ανθυπολοχαγού Ανδρέα Αβρααμίδη, στις 14 Αυγούστου μία διμοιρία του 3ου Λόχου πήρε διαταγή για αμυντική διάταξη σε λόφους στην περιοχή «Μαζερί» στο μέσο της πεδιάδας αριστερά και δεξιά ενός χωματόδρομου που οδηγούσε στον Άγιο Ερμόλαο. Ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Κυριάκου Επιφάνειος τίθεται επικεφαλής στοιχείου όλμου που επανδρώνουν οι στρατιώτες Κωνσταντή Στυλιανός και Τταντίρη Λούκας.

Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, την επόμενη ημέρα, 15 Αυγούστου, το απόγευμα, υπήρξε έντονη κινητικότητα τουρκικών αρμάτων από την πλευρά του Αγίου Ερμολάου, με μέτωπο προς τη διμοιρία και μια άλλη κατεύθυνση προς το χωριό Σκυλλούρα.

«Χωρίς χρονοτριβή», αναφέρει ο Ανδρέας Αβρααμίδης, «και αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις των Τούρκων που δεν ήταν άλλες από του να μας περικυκλώσουν μέσα στον κάμπο και να μας πετσοκόψουν, διέταξα να κατέβουν άπαντες κάτω στο χώρο συγκέντρωσης, εκεί όπου ήταν και ο όλμος. Κάνοντας μια πρόχειρη αναφορά διαπίστωσα την απουσία των τριών ανδρών, οι οποίοι ήταν οι χειριστές του όλμου: του Ανθυπολοχαγό Κυριάκου Επιφάνειου, του στρατιώτη Κωνσταντή Στυλιανού και του στρατιώτη Τταντίρη Λούκα. Ρωτώντας τους συναδέλφους των μού ελέχθη ότι το πρωί που επιστρέψαμε πίσω, αυτοί οι τρεις δεν επέστρεψαν μαζί μας πίσω εξ ου και το γεγονός ότι ο όλμος ήταν στη θέση, πλην όμως τα προσωπικά τους αντικείμενα απουσίαζαν.»

Στη συνέχεια, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες χωρίζονται σε μικρές ομάδες διαφυγής. Οκτώ άτομα, με επικεφαλής των Ανθυπολοχαγό Κυριάκου Επιφάνειο, αρχίζουν στη 1 μμ της 15ης Αυγούστου τη δική τους διαφυγή, ακολουθώντας το διαδρομή Κοντεμένος – Καλό Χωριό – Κυρά – Μάσσαρι.

Την ομάδα απαρτίζουν, εκτός από τον Ανθυπολοχαγό Κυριάκου Επιφάνειο, ο Δόκιμος Ανθυπολοχαγός Αχιλλέως Παναγιώτης και οι στρατιώτες Κωνσταντή Στυλιανός, Τταντίρη Λούκας, Κολοβού Σωτήρης, Προκοπίου Σωτήρης, Φαίδωνος Φαίδων και Σάββα Ανδρέας.

Ο μόνος επιζών από την ομάδα είναι ο Σάββα Ανδρέας, ο οποίος κατέθεσε τα ακόλουθα:

«Από τον Κοντεμένο κατευθυνθήκαμε στην Κυρά Μόρφου, όπου κρυφτήκαμε σε περιβόλι με εσπεριδοειδή. Γύρω στις 2.30 μμ της 15ης Αυγούστου προσπαθήσαμε μαζί με τον Φαίδωνος να μεταβούμε στην Κυρά Μόρφου για να φέρουμε τρόφιμα. Με την είσοδό μας στο χωριό συλληφθήκαμε από τους Τούρκους. Ρωτήθηκα αν υπήρχαν και άλλοι μαζί μας. Απαντήσαμε αρνητικά και ακολούθως μας έδεσαν τα μάτια. Έκτοτε δεν ξαναείδα τον Φαίδωνος, αλλά ούτε και κανέναν άλλο από την ομάδα μου. Κακοποιήθηκα και μεταφέρθηκα στην Τουρκία από όπου και απολύθηκα στις 28 Σεπτεμβρίου 1974».

Για 39 χρόνια τα έξι παλληκάρια ήταν στον κατάλογο των αγνοουμένων.

Οι γονείς του Στυλιανού, το δεύτερο από τρία παιδιά τους, μεταξύ του Κώστα και της Ευαγγελίας, Τάκης και Κατερίνα, μάταια καρτερούσαν μέρα νύκτα να φυσήσει ένας αέρας και να φέρει το καλό μαντάτο, ότι το καλοσυνάτο, εργατικό και υψηλόσωμο παλληκάρι τους, 22 μόλις χρόνων, θα επέστρεφε στην αγκαλιά τους και τη θαλπωρή της οικογένειας.

Θα δανειστώ το ποίημα του Γιώργου Μανουσάκη, για τον αγνοούμενο γιο, αφιερωμένο στους γονείς του Στέλιου, Τάκη και Κατερίνα:

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Δὲ σᾶς ἀκούω τὶ λέτε. Ὁ γιός μου ζεῖ. Ἔχω ἀκουμπήσει τόσες φορὲς τ’ αὐτὶ στὴ γῆς· ἂν ἦταν σκοτωμένος θὰ γροικοῦσα ἕνα σιγανὸ μούρμουρο νὰ βγαίνει μέσ’ ἀπ’ τὸ χῶμα, ὅσο μακριὰ κι ἂν κείτουνταν θαμμένος. Μιὰ ζωὴ ἔχω νὰ κάμω μὲ τὴ γῆς καὶ ξέρω. Σέρνουνται ἀκόμη μέσα της φωνὲς ξωμάχων πεθαμένων ἀπὸ χρόνια καθὼς τοῦ κύρη μου καὶ τοῦ παπποῦ μου.

Γι’ αὐτὸ σᾶς λέω πὼς ὁ γιός μου ζεῖ. Τόνε κρατοῦν ἐκεῖ, στὴν πέρα τὴ στεριὰ καὶ μπαίνει ἡ θάλασσα ἀνάμεσά μας.

Δυστυχώς η μοίρα έπεξε άσχημο παιχνίδι για τον αγνοούμενο γιο. Ο Τάκης έφυγε από τη ζωή το 2011, χωρίς να πληροφορηθεί για την τύχη του γιου του, ενώ η Κατερίνα έφυγε το 2015, χωρίς να νεκροφυλήσει το φέρετρο του παλληκαριού της.

Στις 29 Ιανουαρίου 2013 υποδείχθηκε το σημείο ταφής των έξι παλληκαριών, κοντά στο χωριό Μάσσαρι της κατεχόμενης Μόρφου και έγινε εκταφή των λειψάνων τους. Τα οστά του Φαίδωνος δεν έχουν ανευρεθεί μέχρι σήμερα και παραμένει ο μόνος αγνοούμενος του 281 Τάγματος Πεζικού. Τα οστά τους παραδόθηκαν στους οικείους τους τέσσερα χρόνια αργότερα αφού ταυτοποιήθηκαν με την εξέταση DNA.

Ο εντοπισμός του σημείου ταφής έγινε κατορθωτός ύστερα από μαρτυρία ενός αναγνώστη της Τουρκοκύπριας δημοσιογράφου Sevgul Uludag, η οποία αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην ανεύρεση Ε/Κ και Τ/Κ αγνοουμένων από το 1964 και το 1974.

Ένα αγόρι μόλις 7 χρόνων το 1974, περνούσε με το γαϊδούρι και τον παππού του από το σημείο ταφής. Ο παππούς κατέβηκε από το γαϊδούρι και είπε στον εγγονό του να θάψουν τα οστά Ελληνοκυπρίων που είχαν εκτελέσει και άφησαν εκεί άθαφτους.

Ύστερα από χρόνια, και αφού ο παππούς απέθανε, το άτομο αυτό επικοινώνησε με τον Sevgul και της υπέδειξε το σημείο ταφής των έξι παλληκαριών.

Ο Κολοβού Σωτήρης, από την κατεχόμενη Χάρτζια Κερύνειας, κηδεύτηκε στις 2 Απριλίου 2017 και ετάφη στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας.

Ο Τταντίρη Λούκας, από την κατεχόμενη Τύμπου, κηδεύτηκε στις 23 Απριλίου 2017 και ετάφη στα Λατσιά.

Ο Κωνσταντή Στυλιανός, από την Αργάκα της Πάφου, κηδεύτηκε στις 7 Μαΐου 2017 και ετάφη στην Αργάκα.

Ο ΔΕΑ Αχιλλέως Παναγιώτης, από την κατεχόμενη Πάνω Ζώδια, κηδεύτηκε στις 28 Μαΐου 2017 και ετάφη στον Τύμβο Μακεδονίτισσας.

Ο Ανθυπολοχαγός Κυριάκου Επιφάνειος, από την κατεχόμενη Βιτσάδα Κερύνειας, κηδεύτηκε στις 10 Ιουνίου 2017 και ετάφη στον Τύμβο Μακεδονίτισσας.

Όλοι πέρασαν στο πάνθεο των ηρώων και εμείς μείναμε πίσω, βουβοί μάρτυρες της θυσίας τους.

Το καλύτερο μνημόσυνο για αυτούς είναι συνεχίσουμε ενωμένοι για να ξεπεράσουμε τις πολλές προκλήσεις και απειλές που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας και να απαλλαγούμε από τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος. Να αφήσουμε στους ιστορικούς το έργο της καταγραφής της αλήθειας και της ιστορίας αυτού του δύσμοιρου τόπου…

«πον’ καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν.

Για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας

Ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποστασιάν»,

όπως πολύ παραστατικά έγραψε ο ποιητής της κυπριακής τοπολαλιάς Δημήτρης Λιπέρτης.

Οι δαφνοστεφανωμένοι ήρωες του 281 Τάγματος Πεζικού έσμιξαν τη ζωή τους με την ιστορία του Τάγματος που στην ουσία δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε. Σήμερα το ιστορικό αυτό Τάγμα παραμένει ως μια ταμπέλα, χωρίς στρατιώτες και δράση. Παραδόθηκε στην ιστορία αυτού του λαού.

Εξαιρετικά αφιερωμένο στα δύο παλληκάρια που μνημονεύουμε σήμερα και σε όλα τα παλληκάρια της Κύπρου που θυσιάστηκαν είναι το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Ήτανε Νέοι»:

Οἱ δρόμοι ἦταν σκοτεινοὶ καὶ λασπωμένοι τὸ πιάτο στὸ τραπέζι λιγοστό, τὸ φιλὶ στὸ κατώφλι ἦταν κλεφτὸ καὶ ἔρωτες μέσα στὶς καρδοῦλες κλειδωμένοι Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ Τὰ βράδια ξενυχτοῦσαν στὰ ὑπόγεια, καὶ σβάρνα ὁλημερὶς στὶς γειτονιὲς ἄχ! τὰ σοκάκια ἐκεῖνα κι οἱ γωνιὲς σφιχτὰ ποὺ φυλάξαν τὰ τίμια λόγια Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ Δὲν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι ἕναν δὲν δίναν γιὰ τὸ σήμερα παρᾶ δὲ ρίχνανε δραχμὲς στὸν κουμπαρᾶ δὲν κράταγαν μεζούρα καὶ διαβήτη Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειά

Ο Γιώργος Πενηνταέξ πολέμησε το 1974 με το 281 Τ.Π.

Σήμερα είναι Γενικός Διευθυντής του ΚΥ.Π.Ε.

Join our mailing list

Never miss an update

bottom of page